σμαλκαλδικός

σμαλκαλδικός
-ή, -ό, Ν
φρ. α) «Σμαλκαλδικά Άρθρα»
εκκλ. μορφή ομολογίας τής λουθηρανικής διδασκαλίας η οποία συντάχθηκε από τον Λούθηρο, έπειτα από προτροπή τών ηγεμόνων που ήταν οπαδοί τής Μεταρρύθμισης, για αντίκρουση τής ρωμαιοκαθολικής πολεμικής
β) «Σμαλκαλδικός Σύνδεσμος»
εκκλ. πολιτικοθρησκευτική συμμαχία τών ηγεμόνων η οποία συγκροτήθηκε στο συνέδριο τής Σμαλκάλδης το 1531 για τον κοινό αγώνα τους εναντίον τών επιθετικών τάσεων τών ρωμαιοκαθολικών ηγεμόνων και τού βασιλιά τής Γερμανίας Καρόλου Ε'
γ) «Σμαλκαλδικός Πόλεμος» — πόλεμος που ξέσπασε μεταξύ τών δύο παραπάνω συνασπισμών και είχε ως συνέπεια την ήττα και τη διάλυση τού Σμαλκαλδικού Συνδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Schmalkalden, γερμ. πόλη στην περιοχή τής Θουριγγίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”