- σμαλκαλδικός
- -ή, -ό, Νφρ. α) «Σμαλκαλδικά Άρθρα»εκκλ. μορφή ομολογίας τής λουθηρανικής διδασκαλίας η οποία συντάχθηκε από τον Λούθηρο, έπειτα από προτροπή τών ηγεμόνων που ήταν οπαδοί τής Μεταρρύθμισης, για αντίκρουση τής ρωμαιοκαθολικής πολεμικήςβ) «Σμαλκαλδικός Σύνδεσμος»εκκλ. πολιτικοθρησκευτική συμμαχία τών ηγεμόνων η οποία συγκροτήθηκε στο συνέδριο τής Σμαλκάλδης το 1531 για τον κοινό αγώνα τους εναντίον τών επιθετικών τάσεων τών ρωμαιοκαθολικών ηγεμόνων και τού βασιλιά τής Γερμανίας Καρόλου Ε'γ) «Σμαλκαλδικός Πόλεμος» — πόλεμος που ξέσπασε μεταξύ τών δύο παραπάνω συνασπισμών και είχε ως συνέπεια την ήττα και τη διάλυση τού Σμαλκαλδικού Συνδέσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < Schmalkalden, γερμ. πόλη στην περιοχή τής Θουριγγίας].
Dictionary of Greek. 2013.